ξυλουργείο

ξυλουργείο
το
εργαστήρι ή εργοστάσιο επεξεργασίας ξύλου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξυλουργείο — το εργαστήριο κατεργασίας τού ξύλου, μαραγκούδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • μαραγκούδικο — το [μαραγκός] το εργαστήριο τού μαραγκού, το ξυλουργείο …   Dictionary of Greek

  • τεκτονείον — τὸ, Α [τέκτων, ονος] εργαστήριο τέκτονα, ξυλουργείο …   Dictionary of Greek

  • Απόκρυφα — Θρησκευτικά κείμενα που συνδέονται άμεσα με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Είναι γραμμένα κατά μίμηση των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, δεν θεωρούνται όμως κανονικά. Ο όρος σήμαινε βιβλία μυστικά, κρυμμένα, γιατί θεωρούνταν τα ιερά… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Σπερχειάδας — Tο 1997 98, ο Σπερχειαδίτης βιομήχανος Αθανάσιος Δ. Ακρίτας χρηματοδότησε την ανέγερση δύο κτιρίων, σε παραδοσιακό ρυθμό. Από αυτά το ένα είναι μονώροφο, πολλαπλών χρήσεων και εκδηλώσεων, ενώ το άλλο είναι διώροφο και στεγάζει το Ιστορικό και… …   Dictionary of Greek

  • μαραγκούδικο — το το εργαστήρι του μαραγκού, το ξυλουργείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυλουργικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ξυλουργείο ή σε ξυλουργό: Ξυλουργικές εργασίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”